ανθρωποσώστης

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ο (-σώτειρα, η)
1. ο ανθρωποσωτήριος
2. ο σωτήρας της ανθρωπότητας.