ανθρωπόπλαστος

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από ανθρώπους, που είναι πλάσμα ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλαστός < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανθρωπόπλαστοι) στον Κλ. Ραγκαβή].