ανθρωπότητα

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

η (AM ἀνθρωπότης)
το σύνολο των ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος
αρχ.
1. η ανθρώπινη φύση, η αφηρημένη έννοια του ανθρώπου
2. η ανθρωπιά, το σύνολο των ιδιοτήτων που διακρίνουν τον άνθρωπο από τον θεό και από τα ζώα.