ανθρωπιά
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η
1. τα ανώτερα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο, έμφυτη ευγένεια («δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου» παροιμ.
2. (η έναρθη γενική ως επίθ.) της ανθρωπιάς
αρκετά καλός, ανεκτός, ευπαρουσίαστος, ανθρωπινός («βάλε κάτι της ανθρωπιάς απάνω σου» — ντύσου με ευπρέπεια).