ανθόληπτος

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
όποιος έχει υπέρμετρη αγάπη για τα λουλούδια.