ανισήλικος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ἀνισήλικος, -ον (Α)
άνισος κατά την ηλικία, ο μη συνομήλικος με κάποιον άλλο.