ανισήλικος

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Greek Monolingual

ἀνισήλικος, -ον (Α)
άνισος κατά την ηλικία, ο μη συνομήλικος με κάποιον άλλο.