ανισήλικος

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

Greek Monolingual

ἀνισήλικος, -ον (Α)
άνισος κατά την ηλικία, ο μη συνομήλικος με κάποιον άλλο.