ανοιχτήρι

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

το
ειδικό εργαλείο σε τύπο κλειδιού με το οποίο ανοίγει κανείς φιάλες, κονσέρβες κ.λπ.