ανοκωχή

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ἀνοκωχή, η (Α)
1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα
2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή
3. εμπόδιο, κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ. ανακωχή, που απαντά ήδη στην Αρχαία αντί του ανοκωχή, προήλθε με (εξακολουθητική) αφομοίωση του -ο- σε -α-].