ανομοιόμορφος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που διαφέρει στη μορφή ή στο σχήμα από κάποιον άλλο
2. αυτός που αποτελείται από μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους κατά τη μορφή
3. αυτός που δεν έχει την ίδια πάντοτε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + -μορφος < μορφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].