ανοργάνωτος

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μη οργανωμένος, αυτός που βρίσκεται σε αταξία
2. αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε κάποια οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οργανώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Επαμ. Δεληγιώργη].