αντζούγα

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

αντζούγια κ. αντζούγα, η (αγγλ. anchovy, γαλλ. anchois)
κοινή ονομασία με την οποία είναι διεθνώς γνωστά διάφορα εμπορεύσιμα είδη Αρριγγοειδών Οστεϊχθύων.