αντηλιά

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

η αντήλιος
1. η ανάκλαση των ηλιακών ακτινών από στιλπνή επιφάνεια, τοίχο ή από το έδαφος
2. τόπος που τον χτυπά ο ήλιος.