αντρογυναίκα

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα με ανδροπρεπή εμφάνιση ή συμπεριφορά
2. γυναίκα έξυπνη και ικανή σαν άντρας.