ανυποψίαστος

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ή που δεν του γεννήθηκαν υποψίες για κάποιον, απονήρευτος για κάτι.