αξύπνητος

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του
2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς
3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος
ο θάνατος
4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.