αορτή

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek Monolingual

η (Α ἀορτή) αείρω
η αρτηρία η οποία αρχίζει από τη βάση της αριστερής κοιλίας της καρδιάς και αποτελεί το κοινό στέλεχος των αρτηριών που φέρουν αρτηριακό αίμα σε όλα τα σημεία του σώματος
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀορταί
α) τα κατώτατα άκρα της τραχείας αρτηρίας
β) οι αρτηρίες
γ) σακίδιο που κρέμεται από τους ώμους.