αορτή
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
Greek Monolingual
η (Α ἀορτή) αείρω
η αρτηρία η οποία αρχίζει από τη βάση της αριστερής κοιλίας της καρδιάς και αποτελεί το κοινό στέλεχος των αρτηριών που φέρουν αρτηριακό αίμα σε όλα τα σημεία του σώματος
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀορταί
α) τα κατώτατα άκρα της τραχείας αρτηρίας
β) οι αρτηρίες
γ) σακίδιο που κρέμεται από τους ώμους.