απάλειψη

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπάλειψις, -εως)
εξάλειψη, διαγραφή, ακύρωση.