απαίτηση

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπαίτησις, -εως)
επίμονη διεκδίκηση των οφειλομένων
νεοελλ.
έντονη αξίωση.