διεκδίκηση
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
η (Μ διεκδίκησις) διεκδικώ
νεοελλ.
1. η απαίτηση από τον κύριο (ή ιδιοκτήτη) πράγματος το οποίο νέμεται άλλος
2. η επιδίωξη κάποιου να πετύχει κάτι το οποίο πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει («η διεκδίκηση αύξησης τών μισθών», «η διεκδίκηση του τίτλου»)
μσν.
επιβολή τιμωρίας.