απείραχτος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

κ. -κτος, κ. -γος, -η, -ο πειράζω
1. αυτός που δεν τον έχει πειράξει κανείς, ο ανενόχλητος
2. μτφ. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
3. (για κλοπή) αυτός που δεν έχει αφαιρεθεί από κάπου.