απειράγαθος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

(I)
απειράγαθος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].
(II)
-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)
αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].