ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
(I)απειράγαθος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].(II)-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].