απεύχομαι

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

(AM ἀπεύχομαι)
εύχομαι ή προσεύχομαι να μη γίνει κάτι
αρχ.
1. απορρίπτω, περιφρονώ
2. αποτρέπω με τις προσευχές μου.