Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἀπιάλλω (Α)αποφεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].