Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απλοελληνικός

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που εκφράζεται στην απλή, καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα
2. το θηλ. ως ουσ. η απλοελληνική (ενν. γλώσσα)
η δημοτική, η γλώσσα της καθημερινής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλούς + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βενδώτη και αναφέρεται στις λ. «γλώσσα, διαλεκτός, ιδίωμα»].