απλοελληνικός
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που εκφράζεται στην απλή, καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα
2. το θηλ. ως ουσ. η απλοελληνική (ενν. γλώσσα)
η δημοτική, η γλώσσα της καθημερινής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλούς + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βενδώτη και αναφέρεται στις λ. «γλώσσα, διαλεκτός, ιδίωμα»].