απλώς

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.