απλώστρα

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η
1. τόπος ή κατασκευή όπου απλώνουμε καρπούς ή ρούχα για να στεγνώσουν
2. το σύνολο των καρπών ή ενδυμάτων που είναι απλωμένα για να στεγνώσουν
3. η γυναίκα που απλώνει τα ρούχα
4. εξάρτημα του υφαντικού ιστού με το οποίο απλώνεται, ξετυλίγεται το στημόνι.