Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Α ἀπογεννῶ, -άω)νεοελλ.1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ2. παύω να γεννώαρχ.γεννώ από κάτι, παράγω.