αποδότης

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

ο (Μ ἀποδότης)
νεοελλ.
1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες
2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ.
μσν.
αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.