αποθήκευση
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
η
η τοποθέτηση κάποιου είδους στην αποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθηκεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].