αποθηκευτικός

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. σχετικός ή κατάλληλος για αποθήκευση
2. το ουδ. ως ουσ. τα αποθηκευτικά
το ποσόν που καταθάλλει κανείς για την αποθήκευση εμπορεύματος.