αποθηκευτικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός ή κατάλληλος για αποθήκευση
2. το ουδ. ως ουσ. τα αποθηκευτικά
το ποσόν που καταθάλλει κανείς για την αποθήκευση εμπορεύματος.
-ή, -ό
1. σχετικός ή κατάλληλος για αποθήκευση
2. το ουδ. ως ουσ. τα αποθηκευτικά
το ποσόν που καταθάλλει κανείς για την αποθήκευση εμπορεύματος.