αποθηκευτικός

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. σχετικός ή κατάλληλος για αποθήκευση
2. το ουδ. ως ουσ. τα αποθηκευτικά
το ποσόν που καταθάλλει κανείς για την αποθήκευση εμπορεύματος.