αποκοτώ

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source

Greek Monolingual

κ. -άω (Μ ἀποκοτῶ, -άω) απόκοτος
1. τολμώ
2. αποτολμώ, επιχειρώ.