εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῦμαι, -όομαι)νεοελλ.ναρκώνω κάποιοναρχ.-μσν.είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.