αποξύνω

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

Greek Monolingual

(AM ἀποξύνω) οξύνω
1. κάνω κάτι οξύ στο άκρο
2. εξάπτω, διεγείρω
αρχ.
(για φωνή) την καθιστώ διαπεραστική.