ἀποξύνω
English (LSJ)
A bring to a point, make taper, ἀποξύνουσιν ἐρετμά Od.6.269, cf.9.326, Luc.DMar.2.2:—Pass., Thphr. Ign.52: pf. part. ἀπωξυμμένος or -υσμένος, Plb.18.18.13, 1.22.7; ὦτα ἀποξυσμένα Gal.7.30.
II make sharp and piercing, τὴν φωνήν Plu.TG2.
b intensify, θερμότητα Id.2.695d.
III make sour, [τὴν τροφήν] Hp. Vict.3.76, cf. Asclep.Jun. ap. Gal.13.164:—Pass., Sor.1.107.
Spanish (DGE)
1 afilar ἐρετμά Od.6.269, cf. 9.326, τὸν μοχλόν Luc.DMar.2.2
•en v. med.-pas. afilarse del extremo de la llama, Thphr.Ign.52 (= Democr.A 73), ἀπωξυμμένων τῶν κεραιῶν Plb.18.18.13, cf. 1.22.7, de una espada, Ach.Tat.3.7.9, cf. Sch.A.Pers.408D.
2 hacer agudo o intenso τὴν φωνήν Plu.TG 2, τὴν θερμότητα Plu.2.695d.
3 hacer agrio, ácido (τὴν τροφήν) Hp.Vict.3.76, cf. Asclep.Iun. en Gal.13.164
•en v. med. ponerse ácido de la leche, Sor.81.13.
German (Pape)
[Seite 317] 1) zuspitzen; falsche Lesart Od. 6, 269 ἀποξύνουσιν ἐρετμά u. 9, 326 ἀποξῦναι δ' ἐκέλευσα, s. ἀποξύω; – ἀπωξυσμένος Pol. 1, 22. 18, 1. – 2) sauer machen, in Essig verwandeln, Sp.
French (Bailly abrégé)
amincir par le bout, aiguiser ; fig. ἀπ. φωνήν PLUT rendre la voix aiguë, perçante.
Étymologie: ἀπό, ξύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξύνω: (ῡ)
1 делать острым, заострять (ἐρετμά Hom.; μοχλόν Luc.; ὕπερος ἀπωξυσμένος, но ἀπωξυμμένη κεραία Polyb.);
2 делать резким, пронзительным: ἀ. τὴν φωνήν Plut. повышать голос.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξύνω: μέλλ. -υνῶ, κάμνω τι νὰ ἀπολήγῃ ἠρέμα εἰς ὀξύ, τὸ κάμνω «μυτερόν», ἀποξύνουσιν ἐρετμὰ Ὀδ. Ζ. 269˙ ἀλλ’ ἐν Ι. 326, ὁ Nitzch ἀκολουθῶν τῷ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ., ἴδε ἐν τούτοις Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 2. 2) ἀναγιγνώσκει ἀποξῦσαι (ἀντὶ ἀποξῦναι) «ἀπολεᾶναι, ἀπολεπίσαι» Σχόλ., ὡς φαίνεται ἀναγκαῖον ἐκ τοῦ ἑπομένου στίχου, οἱ δ’ ὁμαλὸν ποίησαν, ἐγὼ δ’ ἐθόωσα παραστὰς ἄκρον, οὕτως αὐτοὶ τὸ κατέστησαν λεῖον, ἐγὼ δὲ κατέστησα αἰχμηρὸν τὸ ἄκρον˙ ὁ Βουττμ. Μάλιστα καὶ ἐν τῷ πρώτῳ τῶν μνημονευθέντων χωρίων προτιμᾷ τὸ ἀποξύουσιν: πρβλ. ἐξαποξύνω: - παρὰ Πολυβ. ἔχομεν μετοχ. παθητ. Πρκμ. ἀπωξυμμένος ἤ -υσμένος 18. 1, 13., 1. 22, 7. ΙΙ. καθιστῶ τι ὀξὺ καὶ διαπεραστικόν, τήν φωνήν, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2. ΙΙΙ. καθιστῶ τι ’ξινόν, Ἱππ. 371. 51.
English (Autenrieth)
(ὀξύς), aor. 1 inf. ἀποξῦναι: sharpen off, make taper; ἐρετμά, ζ 2, Od. 9.326 (v.l. ἀποξῦσαι).
Greek Monolingual
(AM ἀποξύνω) οξύνω
1. κάνω κάτι οξύ στο άκρο
2. εξάπτω, διεγείρω
αρχ.
(για φωνή) την καθιστώ διαπεραστική.
Greek Monotonic
ἀποξύνω: μέλ. -ῠνῶ, απαρ. αορ. αʹ -οξῦναι·
I. κάνω κάτι μυτερό, αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.
II. κάνω κάτι οξύ και διαπεραστικό, τὴν φωνήν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to bring to a point, make taper, Od.
II. to make sharp and piercing, τὴν φωνήν Plut.