αποπαίδι

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

το
1. τέκνο που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά
2. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί.