αποπληξία
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
η (AM ἀποπληξία, Α κ. -πληγία) απόπληκτος
νεοελλ.
το αποτέλεσμα σημαντικής ελάττωσης της αιμάτωσης κάποιου τμήματος του εγκεφάλου ή ενδοκρανιακής αιμορραγίας
αρχ.
1. παράλυση των πνευματικών λειτουργιών, μανία, παραφροσύνη, άνοια
2. παράλυση του σώματος.