απορράπτω

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4

Greek Monolingual

ἀπορράπτω (Α)
1. ράβω ξανά
2. ράβω
3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω
4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.