αποσκίρτηση
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
η (Μ ἀποσκίρτησις)
απομάκρυνση, εγκατάλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκιρτώ. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα].
η (Μ ἀποσκίρτησις)
απομάκρυνση, εγκατάλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκιρτώ. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα].