Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποσκιρτώ

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)
νεοελλ.
μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη
μσν.
απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας
2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.