Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)
νεοελλ.
μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη
μσν.
απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας
2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.