αποσυνθέτω

Greek Monolingual

1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του
2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει
3. παραλύω, εξαρθρώνω.