αποτείχισις

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἀποτείχισις, η (Α)
ανέγερση οχυρωματικού τείχους, οχύρωση.