αποτύφλωση

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

η (AM ἀποτύφλωσις)
η πλήρης τύφλωση
νεοελλ.
1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών
2. υπέρμετρος φανατισμός.