φανατισμός

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

ο, Ν
1. απόλυτη, μανιώδης αφοσίωση σε μια θρησκεία, πίστη, ιδέα ή σε έναν πολιτικό σχηματισμό ή σε ένα πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, η οποία συνήθως εξωθεί σε μίσος και έχθρα ή και σε βιαιότητες κατά τών αντιφρονούντων
2. (κατ' επέκτ.) τυφλή και αλόγιστη εμπάθεια που εξαλείφει κάθε στοιχείο κριτικής σκέψης και κάθε όριο ανοχής απέναντι στις αντίθετες απόψεις, μισαλλοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fanatisme (βλ. λ. φανατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 σε Έγγραφα της Ιεράς Συνόδου].