τύφλωση

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η / τύφλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[[τυφλώ]](νω)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυφλώνω
2. τυφλότητα
νεοελλ.
1. ιατρ. η συγγενής ή επίκτητη έλλειψη της όρασης, η οποία μπορεί να οφείλεται σε βλάβες του αμφιβληστροειδούς ή τών οπτικών οδών ή σε βλάβες τών οπτικών κέντρων
2. φρ. α) «περιφερειακή τύφλωση»
ιατρ. τύφλωση που οφείλεται σε βλάβες του αμφιβληστροειδούς χιτώνα ή τών οπτικών οδών, πολλαπλής αιτιολογίας
β) «φλοιώδης τύφλωση»
ιατρ. τύφλωση που οφείλεται σε βλάβες τών οπτικών κέντρων του εγκεφάλου, με πάμπολλα αίτια
γ) «ψυχική τύφλωση»
ιατρ. πολύ ειδική μορφή διαταραχής της όρασης, που δεν είναι πραγματική τύφλωση και κατά την οποία ο πάσχων βλέπει μεν τα αντικείμενα, αλλά δεν μπορεί να τά αναγνωρίσει, πράγμα που κατορθώνει με τη χρησιμοποίηση άλλων αισθήσεων, λ.χ. της αφής, της ακοής ή της όσφρησης, αλλ. οπτική αγνωσία
γ) «λεκτική τύφλωση» και «μουσική τύφλωση» — όροι που χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα για ειδικές μορφές αφασίας.