αποφθείρω

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

(AM ἀποφθείρω)
καταστρέφω εντελώς
αρχ.
1. χάνομαι, καταστρέφομαι
2. (για εγκύους) αποβάλλω
3. ξεκουμπίζομαι.