αποφθείρω
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
(AM ἀποφθείρω)
καταστρέφω εντελώς
αρχ.
1. χάνομαι, καταστρέφομαι
2. (για εγκύους) αποβάλλω
3. ξεκουμπίζομαι.
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(AM ἀποφθείρω)
καταστρέφω εντελώς
αρχ.
1. χάνομαι, καταστρέφομαι
2. (για εγκύους) αποβάλλω
3. ξεκουμπίζομαι.