αποφθείρω

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

(AM ἀποφθείρω)
καταστρέφω εντελώς
αρχ.
1. χάνομαι, καταστρέφομαι
2. (για εγκύους) αποβάλλω
3. ξεκουμπίζομαι.