αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
η αποσύρω
1. το να αποσύρει κανείς κάτι («απόσυρση μύνησης»)
2. «απόσυρση νομίσματος» — άρση της νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, κατάργηση
3. «απόσυρση αγροτικών προϊόντων» — καταστροφή μέρους της παραγωγής για να μην πέσει η τιμή τους.